- πάγκαρπα
- πάγκαρποςof all kinds of fruitneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πάγκαρπ' — πάγκαρπα , πάγκαρπος of all kinds of fruit neut nom/voc/acc pl πάγκαρπε , πάγκαρπος of all kinds of fruit masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύμα — το (ΑΜ θῡμα) [θύω] ζώο θυσιάζομενο ή πράγμα προσφερόμενο ως θυσία, σφάγιο, προσφορά νεοελλ. μσν. 1. καθένας που προσφέρει τον εαυτό του ως ολοκαύτωμα, ως θυσία για κάποιο σκοπό («θύμα τής ευσυνειδησίας και τού καθήκοντος») 2. αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
πάγκαρπος — πάγκαρπος, ον (Α) 1. αυτός που αποτελείται από καρπούς διαφόρων ειδών 2. πλούσιος σε κάθε είδους καρπούς («πάγκαρπα φυτά», Πίνδ.) 3. μτφ. πλήρης πνευματικών ή διανοητικών καρπών (πάγκαρπος ἀοιδά», Ανθ. Παλ.) 4. πλήρης καρπού, κατάφορτος από… … Dictionary of Greek